-
1 великий
επ., βρ: -лик, -а, -о и. –а, -о, πλθ. велики κ. велики, υπερθ. величайший.1. μέγας, μεγάλος•александр великий ο Μέγας Αλέξανδρος•
-ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι•
ученый μεγάλος επιστήμονας.
2. πολύ μεγάλος, τρανός•великий праздник μεγάλη γιορτή•
у страха глаза -и οτο φόβο τα μάτια μεγαλώνουν, γουρλώνουν.
3. μεγαλύτερος του δέοντος•сапоги мне -и οι μπότες μου είναι μεγάλες.
εκφρ.от мала до -а – μικροί και μεγάλοι (όλοι)•- ое множество – μεγάλο πλήθος•к -ому – προς το μεγάλο•к -ому моему удивлению – προς μεγάλη μου κατάπληξη•великий пост – η Μεγάλη Σαρακοστή•- а важность – μεγάλη σπουδαιότητα. -
2 иной
επ.1. άλλος•нет -го выхода δεν υπάρχει άλλη διέξοδος•
не кто иной как κανένας άλλος παρά•
не что -ое как τίποτε άλλο παρά•
это -ое дело αυτό είναι άλλη υπόθεση•
-вид άλλη μορφή (όψη)•
-ыми словами με άλλα λόγια.
2. κάποιος, ένας• μερικοί•-ые люди μερικοί άνθρωποι•
-ому жарко, -ому холодно ο ένας έχει (αισθάνεται) ζέστη, ο άλλος κρυώνει•
в - ых случаях σε μερικές περιπτώσεις•
иной раз άλλη φορά, κάποτε.
-
3 дарёный
επ.δωρισμένος, χαρισμένος•-ая вещь δωρισμένο πράγμα•
-ому коню в зубы не смотрят (лари.) σε κάποιον χάριζαν γάιδαρο•
мд, αυτός τον κοίταζε οτα δόντια.
-
4 другой
1. αντων. άλλος, έτερος•и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•
приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•
он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•
ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•
и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•
и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•
тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•
кто-то другой κάποιος άλλος•
никто другой κανένας άλλος•
с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•
-ими словами μ' άλλα λόγια.
2. διάφορος, διαφορετικός•после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•
зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.
|| αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•
πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.
3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•
на -день την άλλη μέρα•
один за -им ο ένας μετά τον άλλον.
|| κάποιος, άλλος•-ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,
εκφρ.смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια. -
5 живой
επ., βρ: жив, -а, -о.1. ζωντανός•он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•
-ая рыба ζωντανό ψάρι•
пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•
-ое существо ζωντανό πλάσμα•
живой труп ζωντανό πτώμα•
взять -ым πιάνω ζωντανό•
похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.
|| (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.
2. ζωικός, οργανικός•-ая природа ζωική φύση•
-ая материя ζωική ύλη.
|| ζωηρός•живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•
живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•
смех ζωηρό γέλιο•
-ые глаза ζωηρά μάτια•
-ые краски ζωηρά χρώματα•
-ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.
|| ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.3. πραγματικός, ζωντανός•живой пример ζωντανό παράδειγμα•
4. εκφραστικός• σαφής•-ое повествование εκφραστική διήγηση.
5. αξέχαστος, άσβεστος.εκφρ.живой вес – ζωντανό βάρος•- ая вода – το αθάνατο νερό•- ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•- ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•- ая рана – ανοιχτή πληγή•- ая связь – άμεση σύνδεση•- ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•- це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•-го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•-ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•на -ую руку – στα γρήγορα•ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•-ое место, – παλ. πιασμένη θέση•брать (взять) за - – όθ•задеть ή затронуть – κ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη). -
6 какой
αντων.1. (ερωτηματική) ποιος; τι;какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•-го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•
-ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•
к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•
-ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;
2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.
3. (αναφορ.) ποιος, τι•не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.
|| που, οποίος•таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.
4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).
5. επιφ. τι•какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•
какой добрый! τι καλός!•
-ое несчастие! τι δυστυχία!
εκφρ.какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•из -их – παλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•-им образом? – πως; με τι τρόπο; -
7 ложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. ψεύτικος, ψευδής•-ое свидетельство ψευδομαρτυρία.
2. πλαστός, προσποιητός, τεχνητός•-ая скромность προσποιητή σεμνότητα, η σεμνοτυφία.
3. λαθεμένος, εσφαλμένος, πεπλανημένος, ανακριβής.εκφρ.- ое положение – ψεύτικη ή αβέβαιη κατάσταση•в -ом свете – με ψεύτικη αληθοφάνεια, διαστρεβλωμένα•ложный шаг – άστοχη ενέργεια•идти по -ому пути – δε βαδίζω σωστά, ακολουθώ εσφαλμένη οδό. -
8 плохой
επ., βρ: плох, плоха, плохо.1. κακός, άσχημος•-ая погода άσχημος καιρός, κα-κόκαιρος, παλιόκαιρος•
-йе условия άσχημες συνθήκες•
плохой человек κακός άνθρωπος•
плохой характер άσχημος χαρακτήρας•
-йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα•
плохой пример κακό παράδειγμα.
|| αδέξιος• ανάξιος, αναξιόλογος•писатель αναξιόλογος συγγραφέας.
2. ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο•никто -ого про вас не говорил κανένας δεν είπε κακό για σας.
|| αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για ασθενή, γέροντα).εκφρ.пойти по -ой дороге – ή πο•- ому пути – παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)•шутки -и с ним – μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία. -
9 пьяный
επ.1. μεθυσμένος, πιομένος, σουρωμένος, τραβηγμένος.ουσ. μέθυσος, μεθύατάκας.2. μεθυστικός, του μεθυσμένου•-ые крики οι φωνές (κραυγές) του μεθυσμένου.
|| που επιφέρει μέθη•-ое вино μεθυστικό κρασί.
3. μτφ. κατεχόμενος από πάθος•он был пьян любовью ήταν μεθυσμένος από αγάπη•
она пьяна от радости αυτή είναι μεθυσμένη από χαρά.
εκφρ.с -ых глаз; под -ую руку, по -ой лавочке; по -ому делу – στη μέθη, όντας μεθυσμένος. -
10 равный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноίσος, όμοιος•-ые силы ίσες δυνάμεις•
-ой длины, ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πάχους•
быть равный кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι• ισούμαι•
ему нет равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος•
-ым образом εξ ίσου, όμοια•
на -ых основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον•
относиться как к -ому, обращаться с кем как с -ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον•
у них -ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότητες.
-
11 собственный
επ.1. ιδιόκτητος•собственный дом δικό μου (ιδιόκτητο) σπίτι•
собственный автомобиль ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο (γιώτα–χι).
2. δικός μου, ίδιος•справиться -ыми силами τα βγάζω πέρα (αντεπεξέρχομαι) με τις δικές μου δυνάμεις•
видеть -ыми глазами βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια•
по -ому желанию οικειοθελώς, ιδιόθελα, αυτόθελα, θεληματικά, αυτοπροαίρετα•
собственный вес το βάρος μου.
3. κυριολεκτικός•в -ом смысле στην κυριολεκτική σημασία (ή έννοια), κυριολεκτικά,
εκφρ.- ое имя – (γραμμ.) το κύριο όνομα•-ой персоной ή особой – βλ. собственнолично• в -ые руки βλ. собственноручно• жить на собственный счёт ζω με τα δικά μου χρήματα (ανεξάρτητα). -
12 такой
αντων.1. τέτοιος•такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•
я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που
αλλάζω τη γνώμη μου•до такой степени σε τέτοιο βαθμό•
нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•
точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•
-ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•
в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.
2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•
кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.
|| σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.
εκφρ.- им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•в -ом случае – κ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•что -ое – τι είναι ή τι θα πει•что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•что же (ж) -ое – κ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ). -
13 шапочный
επ.της σκούφιας• για σκούφια•-материал ύφασμα ή υλικό για σκούφιες•
-ое производство παραγωγή σκουφιών.
εκφρ.- ое знакомство – επιφανειακή γνωριμία•шапочный знакомый – λίγο γνωστός•к -ому разбору прийти (явиться – κ.τ.τ.) φτάνω στο τέλος (επεισοδίου, γεγονότος).
См. также в других словарях:
ОМУ — оружие массового уничтожения воен. Словари: Словарь сокращений и аббревиатур армии и спецслужб. Сост. А. А. Щелоков. М.: ООО «Издательство АСТ», ЗАО «Издательский дом Гелеос», 2003. 318 с., С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского… … Словарь сокращений и аббревиатур
ОМУ РП — Одесское мореходное училище рыбной промышленности http://omurp.org.ua/ua/ г. Одесса, образование … Словарь сокращений и аббревиатур
ОМУ ТФ — Одесское мореходное училище технического флота после: МКТФ г. Одесса, образование и наука, техн. Источник: http://www.omctf.od.ua/ … Словарь сокращений и аббревиатур
Ому — Посёлок Ому яп. 雄武町 Страна ЯпонияЯпония … Википедия
ОМУ — Ядерный взрыв Оружие массового поражения По типу … Википедия
ОМУ — оборудование для внесения минеральных удобрений органическая масса угля оружие массового уничтожения отряд медицинского усиления … Словарь сокращений русского языка
Памятник 15-ому уланскому полку — Памятник Памятник 15 ому уланскому полку Pomnik 15. Pułku Ułanów Poznańskich … Википедия
Коэффициент распределения сейсмической нагрузки, соответствующей i-ому уровню kF.i — 3.9 Коэффициент распределения сейсмической нагрузки, соответствующей i ому уровню kF.i Коэффициент распределения сейсмической силы сдвига основания до i oгo уровня; этот коэффициент характеризует распределение сейсмических нагрузок по высоте, где … Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации
оконечное многофункциональное устройство (ОМУ) — 3.10 оконечное многофункциональное устройство (ОМУ) : Неотключаемое техническое устройство, служащее для гарантированного обеспечения передачи сигналов оповещения и информации о чрезвычайных ситуациях по сети проводного радиовещания,… … Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации
ИБОР ОМУ — ИБОР ИБОР ОМУ инициативы по безопасности в области распространения оружия массового уничтожения воен. ИБОР Источник: http://www.souzarmyan.ru/k2monitnews.php?Action=Full&NewsID=2167 … Словарь сокращений и аббревиатур
Коэффициент распределения сейсмической нагрузки, соответствующей i-ому уровню — kF.i – коэффициент распределения сейсмической силы сдвига основания до i oгo уровня; этот коэффициент характеризует распределение сейсмических нагрузок по высоте, где ΣkF.i = 1 [ИСО 30103 2015] Рубрика термина: Без рубрики Рубрики… … Энциклопедия терминов, определений и пояснений строительных материалов